μουνομαχώ

μουνομαχώ
μουνομαχῶ, -έω (Α)
ιων. τ. βλ. μονομαχώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονομαχώ — (ΑΜ μονομαχῶ, έω, Α ιων. τ. μουνομαχῶ) [μονομάχος] μάχομαι μόνος προς έναν μόνο αντίπαλο («ἐμουνομάχησέ τε καὶ ἐπέκτεινε Ὕλλον», Ηρόδ.) μσν. 1. πολεμώ μόνος εναντίον πολλών αντιπάλων 2. συνεκδ. πολεμώ, παίρνω μέρος σε μάχες αρχ. 1. (στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”